- εμφυλλισμός
- ἐμφυλλισμός, ο (AM)η ενοφθάλμιση, ο εγκεντρισμός, το μπόλιασμα μοσχεύματος σ' ένα δένδρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμφυλλισμός — engrafting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλλισμοῦ — ἐμφυλλισμός engrafting masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλλισμῷ — ἐμφυλλισμός engrafting masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλλισμόν — ἐμφυλλισμός engrafting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφύλλισις — ἐμφύλλισις, η (AM) ο εμφυλλισμός … Dictionary of Greek